Στο 26% των παγκόσμιων εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου (GHG) συμβάλλει η παραγωγή τροφίμων, γεγονός που δείχνει τον πολύ μεγάλο αντίκτυπο που έχει η διατροφή μας στο περιβάλλον καθώς και τη συνεισφορά της στην κλιματική αλλαγή. Γενικά, το αποτύπωμα των τροφίμων σε αέρια θερμοκηπίου οφείλεται και εντοπίζεται σε όλα τα στάδια της παραγωγικής και εφοδιαστικής αλυσίδας, από τις διαδικασίες εκμετάλλευσης γης και την καλλιέργεια (ή εκτροφή), μέχρι την επεξεργασία, συσκευασία και διανομή των τροφίμων. Εκτός όμως από τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, όλα τα επιμέρους στάδια παραγωγής και διανομής τροφίμων έχουν και άλλες συνακόλουθες επιπτώσεις όπως η αυξημένη (έως σπάταλη) κατανάλωση νερού και ενέργειας, η χρήση/εκμετάλλευση γης, η διαφυγή άλλων ρυπαντών, κ.α.
Το τρίπτυχο «Τροφή», «Ενέργεια», «Νερό» αποτελεί τον «ακρογωνιαίο λίθο» της Βιώσιμης Ανάπτυξής σύμφωνα με τον ΟΗΕ. Καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει αυξηθεί και έχει αποκτήσει περισσότερο πλούτο, η ζήτηση και για τα τρία έχει αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία 100 χρόνια. Ταυτόχρονα και τα τρία συνδέονται μεταξύ τους, διότι για να παραχθούν τρόφιμα χρειάζεται νερό και ενέργεια, για να παραχθεί ενέργεια απαιτούνται επίσης υδάτινοι πόροι, ενώ τέλος η αγροτική παραγωγή μπορεί να αποτελέσει πηγή ενέργειας.
Η συνεισφορά του κλάδου των τροφίμων στις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου
Σύμφωνα με τις επιστημονικές εκτιμήσεις, η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων συνεισφέρει περίπου στο ένα τέταρτο των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου παγκοσμίως, ανέρχεται δηλαδή σε περίπου 13,6 δισεκατομμύρια μετρικούς τόνους ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα ετησίως [1]. Ο αριθμός αυτός είναι σχεδόν 13 φορές μεγαλύτερος από τις εκπομπές που οφείλονται στις αεροπορικές μεταφορές. Από τις εκπομπές των τροφίμων, το 31% προέρχονται από την παραγωγή ζωικών προϊόντων, ενώ η παραγωγή φυτικών προϊόντων αντιπροσωπεύει το 27%. Οι υπόλοιπες εκπομπές προέρχονται από την εκμετάλλευση γης και από την εφοδιαστική αλυσίδα.
Όσον αφορά στο μερίδιο της κάθε χώρας στις παγκόσμιες εκπομπές από τα τρόφιμα, τις πρώτες θέσεις στη λίστα κατέχουν οι μεγαλύτεροι ρυπαντές, δηλαδή οι χώρες είτε έχουν μεγάλο πληθυσμό είτε είναι οι μεγαλύτεροι γεωργικοί παραγωγοί. Η Κίνα (13,8%), η Ινδονησία (8,8%), οι Ηνωμένες Πολιτείες (8,2%), η Βραζιλία (7,4%) και η Ινδία (6,3%) είναι οι πέντε πρώτες χώρες με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στις εκπομπές αεριών από τα τρόφιμα, ενώ το χάσμα μεταξύ αυτών και των υπόλοιπων χωρών είναι τεράστιο. Ως προς το είδος της παραγωγής, οι εκπομπές που σχετίζονται με τα ζωικά προϊόντα είναι υψηλότερες στη Νότια Αμερική, ενώ οι εκπομπές που σχετίζονται με τα φυτικά τρόφιμα είναι υψηλότερες στην Ασία. Εδώ όμως πρέπει να σημειωθεί ότι προς το παρόν οι εκτιμήσεις αυτές αναφέρονται μόνο στο πού παράγεται το προϊόν, όχι στο από ποιον καταναλώνεται. Δηλαδή, αν το βόειο κρέας παράγεται στη Βραζιλία αλλά καταναλώνεται στις ΗΠΑ, τότε οι εκπομπές “χρεώνονται” στη Βραζιλία. Ενδιαφέρον θα είχε να δούμε πώς τελικά αλλάζει ο χάρτης ανάλογα με την κατανάλωση! Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αυτές, η Ελλάδα ευθύνεται για το 0,12 % (έτος 2015) των παγκόσμιων εκπομπών από την παραγωγή τροφίμων. Παρά το ότι φαινομενικά η Ελλάδα έχει μικρή ποσοστιαία συμμετοχή, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι μπορεί και πρέπει να εφησυχάζει στο θέμα των ρύπων από τρόφιμα, καθόσον ο κλάδος θα υφίσταται ρυθμιστικές πιέσεις από την αγορά ως επίσης και κανένα ποσοστό εν τέλει δεν είναι μικρό και ασήμαντο διότι όλοι πρέπει να πειθαρχήσουν στην κλιματική προσαρμογή.
Ποια τρόφιμα έχουν το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα;
Όλοι έχουμε ακούσει ότι τα ζωικής προέλευσης τρόφιμα παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα εκπομπών αερίων θερμοκηπίου σε σύγκριση με τα φυτικά. Εδώ αναφέρουμε τα αποτελέσματα από μελέτες που εξέτασαν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, μεθανίου και οξειδίου του αζώτου από την παραγωγή, επεξεργασία και διάθεση φυτικών και ζωικών προϊόντων. Τα συμπεράσματα είναι άκρως ενδιαφέροντα αλλά και ανησυχητικά αν σκεφτεί κανείς το γενικότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα των τροφίμων. Ας δούμε όμως πως κατανέμονται αυτές οι εκπομπές σε συνδυασμό με άλλα περιβαλλοντικά ζητήματα προκύπτουν από την παραγωγή τροφίμων.
Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι τα ζωικά προϊόντα ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου στον κλάδο των τροφίμων (Σχήμα 1). Το στάδιο της παραγωγής που ευθύνεται για το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών είναι η διαδικασία εκτροφής (farming) και καλλιέργειας στα περισσότερα προϊόντα. Επίσης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η παραγωγή ρυζιού έχει τις υψηλότερες εκπομπές μεταξύ των φυτικών τροφίμων, ενώ η παραγωγή βόειου κρέατος συμβάλλει στο μέγιστο στις εκπομπές που σχετίζονται με τα ζώα. Βέβαια εδώ άλλος ένας παράγοντας σκέψης μελετά και συγκρίνει τις εκπομπές αερίων ανάλογα με τη διατροφική αξία του κάθε τρόφιμου.
Το περιβαλλοντικό όμως αποτύπωμα δεν μετριέται μόνο σε εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, άρα δεν στεκόμαστε μόνο σε αυτές. Μετριέται και σε όρους κατανάλωσης νερού, έκτασης γης υπό εκμετάλλευση, χρήσης λιπασμάτων και ύπαρξης παραπροϊόντων ή έμμεσων επιπτώσεων.
Για παράδειγμα, αν εξετάσουμε τη χρήση υδάτινων πόρων για την παραγωγή του κάθε τρόφιμου (Σχήμα 2, βασικά προϊόντα – commodities), βλέπουμε μια λίγο διαφορετική εικόνα. Η παραγωγή τυριού και ξηρών καρπών εμφανίζονται πρώτες πλέον στη λίστα ως προς την κατανάλωση νερού, με μεγάλη διαφορά σε σχέση με το βόειο κρέας που προορίζεται για κατανάλωση (όχι για παραγωγή γαλακτοκομικών). Στην ίδια λίστα βλέπουμε και το ρύζι στις υψηλότερες πέντε θέσεις. Βλέπουμε λοιπόν προϊόντα, όπως οι ξηροί καρποί, το αμυγδαλοβούτυρο κ.α., τα οποία είναι θρεπτικά και περιέχουν καλή ποσότητα πρωτεϊνών, να μην είναι τελικά και τόσο “αθώα” ως προς το συνολικό τους περιβαλλοντικό αποτύπωμα, καθόσον παράγουν μεν ένα πολύ μικρό ποσό αερίων, απαιτούν όμως ένα πολύ μεγάλο ποσό νερού.
Τέλος, αξίζει να εξετάσουμε το πώς το κάθε είδος τρόφιμου μπορεί να συμβάλει σε φαινόμενα ευτροφισμού. Ως ευτροφισμός ορίζεται ο εμπλουτισμός υδάτινων αποδεκτών (ποτάμια, λίμνες, θάλασσες) με μέταλλα και θρεπτικά συστατικά, όπως άζωτο και φώσφορο, τα οποία μέσω έκπλυσης/απορροής από τις καλλιέργειες και τους χώρους εκτροφής καταλήγουν στους υδάτινους αποδέκτες και πυροδοτούν την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη φυτοπλαγκτόν και υποβαθμίζουν περιβαλλοντικά τους αποδέκτες αυτούς. Στη λίστα (Σχήμα 3) βλέπουμε πάλι τα ζωικά προϊόντα να έχουν μεγαλύτερη συνεισφορά σε πιθανά φαινόμενα ευτροφισμού ενώ από τα φυτικά τρόφιμα, το ρύζι και οι ξηροί καρποί εμφανίζονται ψηλά στη λίστα.
Για λόγους σύγκρισης παρουσιάζονται στο Σχήμα 4 τα αντίστοιχα μεγέθη για μερικά ελληνικά προϊόντα και η ιεράρχησή τους σε σχέση με τις βασικές κατηγορίες τροφίμων που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η «δική μας» φέτα λοιπόν δεν πάει πίσω σε περιβαλλοντική και κλιματική ευθύνη. Χρεώνεται με υψηλά ποσά αερίων, ανάλωσης νερού και πιθανής επιβάρυνσης ευτροφισμού. Αντίστοιχα, το ελαιόλαδο τοποθετείται λίγο υψηλότερα στη λίστα (άρα είναι λιγότερο «φιλικό») σε σχέση με το ρύζι ως προς τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και ευτροφικών στοιχείων, όμως απαιτεί λιγότερο νερό.